- ἀζαίνω
- ἀζαίνω, (ἄζὠA dry, parchup, [tense] aor. subj.
ἀζήνη, -ήνησι Nic.Th.205
, and v.l. in 368:—[voice] Pass., ἀζαίνεται (as v.l. for αὐαίνεται) ib.339: [tense] aor.ἀζάνθη Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀζήνη, -ήνησι Nic.Th.205
, and v.l. in 368:—[voice] Pass., ἀζαίνεται (as v.l. for αὐαίνεται) ib.339: [tense] aor.ἀζάνθη Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αζαίνω — ἀζαίνω (Α) [ἄζω] ξεραίνω, καταξεραίνω, φρύγω … Dictionary of Greek
ἀναζαίνει — ἀνά ἀζαίνω dry pres ind mp 2nd sg ἀνά ἀζαίνω dry pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άζω — (I) ἄζω (Α) αποξηραίνω, μαραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *azd «ξηραίνω, φρύγω, στεγνώνω, από όπου *azd yo < ἄζω, με φωνητική εξέλιξη τού συμπλέγματος dy σε ζ. ΠΑΡ. αρχ. ἀζαίνω, ἀζαλέος, ἀζάνω, ἄζα*]. (II) ἄζω (Α) 1. φωνάζω α, στενάζω, θρηνώ 2.… … Dictionary of Greek
αζαλέος — ἀζαλέος, α, ον (Α) 1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος 2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός 3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω το επίθημα l τού ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση… … Dictionary of Greek